Μια παραβολή για την επανάσταση

Περπατώ κι ακροβατώ. Δυσδιάκριτα τα όρια, ο ισορροπιστής ταλαντεύεται, ακόμη ένα βήμα, κι ακόμη ένα, αργά μέχρι να… Τέλος του παραμυθιού, κι ο κακομοίρης ο ισορροπιστής παραμένει αιωρούμενος αενάως, ως Προμηθέας Δεσμώτης και Σίσυφος μαζί. Και δεν υπάρχει Ηρακλής, ούτε από μηχανής θεός, ούτε θεός σκέτος να τον λυτρώσει από την αγωνία της επικίνδυνης αιώρησης.

Κάποτε μου είχες πει πως νοσταλγείς τα παιδικά σου χρόνια. Κακό, πολύ κακό. Νοσταλγία του παρελθόντος σημαίνει απουσία παρόντος. Και κατ’ επέκτασιν αδυναμία οικοδόμησης οράματος, άρα απουσία μέλλοντος. Αιώρησις εν κενώ, νοσταλγία του «τότε» που πατούσες σε σταθερό έδαφος πριν κάνεις το βήμα προς τη ζωή, στασιμότητα, ασταθή βήματα, αβεβαιότητα και εγκατάλειψη της προσπάθειας. Κι όμως υπάρχουν απλωμένα χέρια γύρω σου, αλλά εσύ δεν τα βλέπεις, τα αγνοείς, τα αρνείσαι, τα βλέπεις ως φυλακή. Και αιωρείσαι, επικινδύνως εν κενώ, κανένα βήμα μπροστά, σε μια αέναη ακροβασία χωρίς παρόν και μέλλον.

Και δεν υπάρχει Ηρακλής, ούτε από μηχανής θεός, ούτε θεός σκέτος. Μηδέ καλή νεράιδα, μηδέ θαυματοποιός. Και είναι αφόρητη η μοναξιά του σχοινοβάτη, και τα όρια δυσδιάκριτα, και το σχοινί ταλαντεύεται πέρα δώθε. Ζόρισαν τα πράγματα, είναι η ώρα της απόφασης. Το παρελθόν υπάρχει, δεν αλλάζει αλλά κανείς ποτέ δε γύρισε εκεί. Μόνο στα παραμύθια και στις ταινίες επιστημονικής φαντασίας συμβαίνουν αυτά. Το παρόν είναι ένα τεντωμένο σχοινί, δύσκολο το περπάτημα επάνω του αλλά είναι και ο μοναδικός δρόμος προς το μέλλον. Και τα τεντωμένα χέρια είναι πολλά. Οι σχοινοβάτες είναι πολλοί, είναι χιλιάδες, είναι εκατομμύρια. Με τεντωμένα χέρια σε αναζήτηση στηρίγματος για το επόμενο βήμα, τη σταθεροποίηση της πορείας και το δρόμο προς το ανθρώπινο όραμα, το ατομικό και συλλογικό που βρίσκεται κάπου εκεί, αρκεί να σηκώσουμε το βλέμμα και θα το δούμε.

Περπατώ κι ακροβατώ. Ταλαντεύομαι αλλά δεν πρόκειται να πέσω, ούτε να μείνω εδώ με το φόβο της κατακρήμνισης. Δε νοσταλγώ τα παιδικά μου χρόνια, απλώνω τα χέρια μου κι αρπάζω τα χέρια του διπλανού μου, και ένα δάσος χέρια ξεδιπλώνεται και το ποτάμι των ανθρώπων προχωρά, το πλήθος μεγαλώνει, θεριεύει το πάθος, γίνεται γέλιο, τραγούδι, χορός παγανιστικός. Και τότε έρχεται ο φόβος. Όχι ο δικός μας αλλά των άλλων, εκείνων που κουνούσαν το σχοινί και προσπαθούσαν να μας ρίξουν στον γκρεμό. Και τρέχουν για να σωθούν, να γλιτώσουν από την οργή του ισορροπούντων πλέον σχοινοβατών, που ΜΑΖΙ ορμούν για να πάρουν αυτό που τους ανήκει. Τη ζωή!

Κι έτσι τελειώνουν οι καιροί της βαρβαρότητας. Κι αν εσύ επιμένεις να κοιτάζεις πίσω νοσταλγώντας όσα πέρασαν ανεπιστρεπτί, απλά δεν υπάρχεις. Και έρχονται οι εποχές των ανθρώπων που θέλουν και μπορούν, των πρώην ακροβατών που τώρα διεκδικούν ό,τι τους έκλεψαν. Και καλά κάνουν και φοβούνται οι πρώην δυνατοί. Βασιλιάδες, θησαυροφύλακες, στρατηγοί και δωσίλογοι τα φάγατε τα ψωμιά σας. Δεν ισορροπούμε πλέον. Πατάμε σταθερά και είμαστε πολλοί, είμαστε ο κόσμος όλος, ραφτάδες, ναυτικοί και γραφιάδες, πλύστρες, αγρότες και σταχτομαζώχτρες, χαμάληδες, αλχημιστές και ποιητές. Κι έχουμε ένα όραμα ζωής κι ανοιχτών οριζόντων. Ενώ εσείς τσιφούτηδες σε γκλάμουρ συσκευασία ξέρετε μόνο να μετράτε τα φλουριά και τα γαλόνια σας. Ε, λοιπόν, βάλτε τα εκεί που ξέρετε γιατί οι μέρες της ευδαιμονίας σας είναι μετρημένες. Δε σας φοβάμαι γιατί «Τώρα θα ‘χω σιμά μου ένα λαγήνι αθάνατο νερό / Θα ‘χω ένα σχήμα λευτεριάς ανέμου που κλονίζει» (*).

  (*) Από την ΗΛΙΚΙΑ ΤΗΣ ΓΛΑΥΚΗΣ ΘΥΜΗΣΗΣ του Οδυσσέα Ελύτη  

                                                                               Φιλμ Νουάρ 1 Δεκεμβρίου 2011

 

Σχολιάστε

Δεν υπάρχουν σχόλια.

Comments RSS TrackBack Identifier URI

Σχολιάστε