Το 1986 ο Θόδωρος Αγγελόπουλος γύρισε την 7η μεγάλου μήκους ταινία του και τη δεύτερη από την Τριλογία της Σιωπής. Είναι ίσως η λιγότερο άμεσα πολιτική ταινία του αλλά σίγουρα δεν είναι απολίτικη. Πως θα μπορούσε άλλωστε μια ταινία του Αγγελόπουλου να μην πατάει γερά, να μην είναι ριζωμένη στην Ιστορία και την πολιτική;
Ο Σπύρος είναι «Ο μελισσοκόμος», ένας μεσήλικας καθηγητής που παραιτήθηκε και τον οποίο συναντάμε στο γάμο της κόρης του. Τι γάμος όμως είναι αυτός που κανείς δε γελάει, δεν χορεύει, δεν τραγουδάει; Που όλα αυτά γίνονται θαρρείς με το ζόρι ενώ μια έντονη θλίψη αιωρείται. Κι όταν οι νιόπαντροι φεύγουν, ο Σπύρος και η γυναίκα του κλειδώνουν το σπίτι και φεύγουν σε αντίθετες κατευθύνσεις. Εκείνος με το φορτηγάκι του φορτωμένο κυψέλες ακολουθεί το δόμο των μελισσών, εκείνον που έπαιρνε ο μελισσοκόμος πατέρας του. Αναζητώντας τη χαμένη του νιότη, την προσωπική του ελευθερία, την ίδια του τη ζωή.
Το 1969 ο Ναγκίσα Όσιμα γύρισε «Το αγόρι» (Shonen), μια από τις καλύτερες ταινίες του. Είναι η εποχή που η Ιαπωνία βαριά λαβωμένη από την ήττα στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και τις δύο ατομικές βόμβες στη Χιοροσίμα και το Ναγκασάκι, αρχίζει να συνέρχεται. Η οικονομία της χώρας γνωρίζει αλματώδη άνοδο και μπαίνει δυναμικά στην παγκόσμια βιομηχανική παραγωγή. Βέβαια όλη αυτή η γρήγορη αλλαγή δεν θα μπορούσε να μην επηρεάσει την κοινωνική διαστρωμάτωση δημιουργώντας κοινωνικές ανισότητες.
Ο Όσιμα παίρνοντας ως αφορμή ένα πραγματικό περιστατικό που συνέβη το 1966 γυρίζει μια ταινία που ασκεί σκληρή κριτική στην ιαπωνική κοινωνία. Κεντρικό πρόσωπο είναι ένας 10χρονος ο οποίος θα μπορούσε να αντιπροσωπεύει την ίδια την Ιαπωνία. Περιφέρεται στη χώρα μαζί με τον πατέρα του, τη μητριά του και το 2χρονο αδελφάκι του και κερδίζουν τα προς το ζην σκηνοθετώντας αυτοκινητικά ατυχήματα και ζητώντας χρήματα από τους οδηγούς. Σύντομα ο 10χρονος θα πάρει τη θέση της μητριάς του και θα αρχίσει εκείνος να πέφτει στις ρόδες των αυτοκινήτων, θεωρώντας αυτό που κάνει ως πολύ σημαντικό για την επιβίωση της οικογένειάς του. Στο μεταξύ ο πατέρας του που τραυματίστηκε στον πόλεμο, αρνείται να βρει μια κανονική δουλειά. Έτσι θα συνεχιστεί η εγκληματική καριέρα της οικογένειας μέχρι τη μέρα που η τραγική κατάληξη ενός σκηνοθετημένου ατυχήματος θα κάνει το αγόρι να συνειδητοποιήσει την πραγματικότητα.
Ο Τούλιο Ερμίλ είναι παντρεμένος με την Τζουλιάνα αλλά παράλληλα διατηρεί ερωτική σχέση με την κόμισσα Τερέζα Ράφο, η οποία τον ζηλεύει. Η Τζουλιάνα από την πλευρά της ανέχεται τις απιστίες του συζύγου της μη θέλοντας να διαλύσει το γάμο τους. Και ενώ η σχέση του Τούλιο με την Τερέζα έχει σκαμπανεβάσματα όταν εκείνος ανακαλύπτει πως η γυναίκα του έγινε ερωμένη του συγγραφέα Φιλίπο Ντ’ Αρμπόριο, που είναι στενός φίλος με τον αδελφό του Φεντερίκο, νιώθει να ξαναφουντώνει ο έρωτάς του για την Τζουλιάνα.
Όμως εκείνη κυοφορεί και γεννά το παιδί του Φιλίπο ο οποίος στο μεταξύ πέθανε από αρρώστια. Ο Τούλιο βρίσκεται μπροστά σε μια κατάσταση που δυσκολεύεται να διαχειριστεί με αποτέλεσμα να την πληρώσει ο πιο αθώος. Το 1892 ο Γκαμπριέλε Ντ’ Ανούτσιο, φασίστας συγγραφέας και ποιητής, έγραψε το βιβλίο «Ο αθώος» ( L’ innocente) το οποίο το 1976 μετέφερε στον κινηματογράφο ο κομμουνιστής σκηνοθέτης Λουκίνο Βισκόντι. Πρόκειται για μια ιστορία οξύτατης κριτικής προς την παρηκμασμένη τάξη των ευγενών και τα κοινωνικά σκάνδαλα που δημιουργούνται στους κόλπους της. Όμως ο Βισκόντι βάζει ακόμη μία παράμετρο στη δική του οπτική. Μέσα από την εμβάθυνση των χαρακτήρων του προσεγγίζει τη διαμάχη των δύο φύλων και ακολουθώντας το πνεύμα της εποχής που γύρισε την ταινία, δηλαδή το 1976, ενσωματώνει τους προβληματισμούς και τις διεκδικήσεις του φεμινιστικού κινήματος. Ο Βισκόντι σκηνοθετεί μέσα στο κλίμα της σεξουαλικής επανάστασης ζώντας στην Ιταλία στην εποχή της άνθισης του ευρωκομουνισμού. Αναπλάθοντας με θαυμαστό τρόπο την εποχή που εκτυλίσσεται η δράση της ταινίας, βλέπει με κριτικό μάτι τις κοινωνικές σχέσεις εξουσίας αλλά και τις ενδοοικογενειακές εξουσιαστικές σχέσεις και τις συγκρούσεις των δύο φύλων. Μια μεγάλη ταινία από έναν μεγάλο σκηνοθέτης, έναν από τους δασκάλους του ιταλικού νεορεαλισμού, αν και «Ο αθώος», τελευταία του ταινία -ο Βισκόντι πέθανε την ίδια χρονιά- δεν ανήκει στο συγκεκριμένο ρεύμα.
Κομπρομάτ, λέξη που επινοήθηκε από τις ρωσικές μυστικές υπηρεσίες, αναφέρεται σε έγγραφα που χρησιμοποιούνται για να καταστρέψουν τη φήμη κάποιου. Όπως συμβαίνει στην ταινία του Ζερόμ Σαλ «Η μέθοδος Κομπρομάτ» (Kompromat), όπου ο Ματιέ Ρουσέλ, ένα γάλλος διπλωμάτης, υπάλληλος στην Αλιάνς Φρανσέ στο Ιρκούτσκ της Σιβηρίας, βρίσκεται μπλεγμένος χωρίς να το καταλάβει.
Φταίει η χορευτική παράσταση που ανέβασε η οργάνωσή του και που θεωρήθηκε άσεμνη σοκάροντας το ρώσο μεγιστάνα που τη χρηματοδότησε; Φταίει το γεγονός πως ο Ματιέ χόρεψε με τη Σβετλάνα και τους είδε ο πεθερός της ο οποίος ηγείται της μυστικής αστυνομίας στην περιοχή; Το γεγονός είναι πως συνελήφθη και βρέθηκε κατηγορούμενος για διακίνηση υλικού παιδικής πορνογραφίας και για κακοποίηση της ίδιας του της κόρης, κατηγορίες κατασκευασμένες από την Ρωσική Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Ασφαλείας (FSB). Αφού φυλακίστηκε κάτω από άθλιες συνθήκες, τέθηκε σε κατ’ οίκον περιορισμό με βραχιολάκι μέχρι τη δίκη. Μπλεγμένος και με τις γαλλικές αρχές να μην μπορούν να τον βοηθήσουν, ο Ματιέ αποφασίζει να δραπετεύσει.
Δυνατή ταινία δράσης που ανεβάζει την αδρεναλίνη. Ο σκηνοθέτης δημιουργεί ατμόσφαιρα καφκικού εφιάλτη δείχνοντας την αδυναμία του ανθρώπου μπροστά στους τερατώδεις κρατικούς μηχανισμούς κατασκευής ενόχων. Η ιστορία, εμπνευσμένη από πραγματικά γεγονότα που συνέβησαν το 2011, μεταφέρεται στο σινεμά ως ένα δυναμικό κατασκοπευτικό θρίλερ με στοιχεία νουάρ, που η αγωνία και το σασπένς περισσεύουν. Σκοτεινή και μουντή φωτογραφία, καλοδουλεμένο σενάριο, καλοσκηνοθετημένη και με πολύ καλές ερμηνείες, η ταινία είναι συνώνυμη αυτού που λέμε, κινηματογραφική απόλαυση!
Όταν ο Αλέν Ντιβάλ και η σύζυγός του Μαρί αποφάσιζαν να αγοράσουν ένα σπίτι στα προάστια, δεν θα μπορούσαν να φανταστούν τι θα τους συμβεί! Κι όταν ο μεσίτης τους έδειξε το μυστηριώδες τούνελ στο κελάρι το οποίο κάθε φορά που το περνάς γίνεσαι τρεις μέρες νεότερος, δεν μπορούσαν να το πιστέψουν. Τελικά το αγόρασαν και σύντομα διαπίστωσαν πως… ένα τούνελ μπορεί να φέρνει τη νεότητα αλλά μπορεί να δημιουργήσει και ανυπέρβλητα προβλήματα! Ιδίως όταν η Μαρί μπαινοβγαίνει μέσα του προσπαθώντας να γίνει νεότερη.
Η καταιγιστική κωμωδία του παραλόγου «Απίστευτο κι όμως αληθινό» (Incroyable mais vrai) του Κουεντίν Ντουπιέ, είναι μια παραβολή για τον αέναο αγώνα του ανθρώπου ενάντια στο χρόνο. Από τη μια έχουμε την Μαρί η οποία ονειρεύεται να ξανανιώσει και να γίνει μανεκέν (!) κι από την άλλη τον Ζεράρ, αφεντικό του Αλέν, ο οποίος έκανε… μεταμόσχευση πέους στην Ιαπωνία για να διατηρήσει τις ερωτικές του επιδόσεις! Όπως καταλαβαίνετε ο Ντουπιέ στήνει μια αστεία ιστορία που εμπεριέχει τον τρόμο του ανθρώπου μπροστά στη φθορά του χρόνου, ασκώντας κριτική στα κοινωνικά πρότυπα και στον υφέρποντα ηλικιακό ρατσισμό. Βέβαια παράλληλα εξετάζει και τη φθορά των σχέσεων που κι αυτές πλήττονται από το πέρασμα του χρόνου!
Μια παρέα αποτελούμενη από 5 αγόρια και 5 κορίτσια, γύρω στα 20, αποφασίζουν να εγκαταλείψουν την πόλη για να ζήσουν σε ένα απομονωμένο σπίτι στην εξοχή, κρυφά από τους γονείς τους. Η ταινία «Μπάσταρδα» του Νίκου Πάστρα.
ξεκινά με διάφορα ελευθεριακά τσιτάτα δίνοντας έτσι το στίγμα του τι επιδιώκουν: να ζήσουν σύμφωνα με τα ένστικτά τους, ελεύθερα, χωρίς κανόνες, να χαρούν τον έρωτα χωρίς περιορισμούς και το παιχνίδι χωρίς σοβαροφάνεια, σε μια κοινότητα ελεύθερων, χαρούμενων και ακομπλεξάριστων ανθρώπων. Πόσο όμως μπορεί να διαρκέσει τούτη η όμορφη ουτοπία;
Ο Πάστρας και η παρέα του, καθώς η δουλειά ήταν συλλογική, έφεραν εις πέρας ένα δύσκολο εγχείρημα, με απαιτητικά γυρίσματα. Δεν ξέρω αν πρόθεσή τους ήταν να κάνουν τη «Γλυκιά συμμορία» της γενιάς τους, θα ήθελα όμως να σημειώσω πως αυτοϋπονομεύουν το εξαιρετικά ενδιαφέρον εγχείρημά τους, που παραμένει επιφανειακό. Θα έπρεπε να εμβαθύνουν περισσότερο στο ιδεολογικό πλαίσιο, το οποίο εξαντλείται σε μερικά απλοϊκά τσιτάτα. Και δεν αναφέρομαι φυσικά σε διάφορα μανιφέστα και μπροσούρες αλλά σε κάτι πιο στέρεο από την απλή ανάγκη να ξεπεράσουν τα όρια και να περάσουν καλά. Ούτε καν η ενδεχόμενη οργή δεν γίνεται συγκεκριμένη. Κι έτσι μια ταινία που διαθέτει αυτό το «κάτι», δυστυχώς αυτοαναιρείται. Πάντως οφείλω να επισημάνω την ειλικρίνεια και τον αυθορμητισμό της.
Ο Δημήτρης επιστρέφει στην Ελλάδα μετά το θάνατο της μητέρας του και σχεδιάζει να παντρευτεί την αγαπημένη του Στέλλα και να ζήσουν μαζί στο πατρικό σπίτι. Μόνο που υπάρχει ένα πρόβλημα που ονομάζεται Θεοδώρα και είναι η ανάπηρη αδελφή του.
Ο Δημήτρης με την παρότρυνση της Στέλλας σχεδιάζει να κλείσει την αδελφή του σε ίδρυμα αλλά υπάρχει ένα θεματάκι: το σπίτι είναι γραμμένο στο όνομα της Θεοδώρας. Η σχέση του ζευγαριού δοκιμάζεται και θα γίνει ακόμη πιο δύσκολο όταν εμφανίζεται η όμορφη Διαλεχτή, η ψυχολόγος που παρακολουθεί της ανάπηρη αδελφή. Εν το μεταξύ ο Δημήτρης γνωρίζει καλύτερα τη Θεοδώρα κι ανακαλύπτει πως όχι μόνον δεν αποτελεί πρόβλημα αλλά αντίθετα, τον βοηθά να δει την πραγματικότητα της ζωής.
Η τρυφερή κωμωδία «Η ζωγραφιά του Θεού», του Ιάκωβου Μυλωνά -που πρωταγωνιστεί κιόλας- είναι μια ταινία για την αγάπη και την αποδοχή. Αν και το θέμα της φαντάζει «βαρύ», αυτό που βλέπουμε είναι μια ταινία ευχάριστη, που βγάζει γέλιο. Ένας ύμνος στην ανθρώπινη θέληση που δίνεται με απλότητα, ειλικρίνεια και χιούμορ.
Η ταινία είναι μεταφορά του ομότιτλου θεατρικού έργου με τους ίδιους πρωταγωνιστές.
Είναι κάποιες ταινίες που διαθέτουν εκείνο το μυστηριώδες υλικό με το οποίο καταφέρνουν να «παγιδεύσουν» το θεατή και να τον παρασύρουν σε μια όμορφη κινηματογραφική εμπειρία. Αυτό συμβαίνει με «Τα άνθη στα άνθη» του Γιώργου Αθανασίου.
Ο Κωνσταντίνος και η Σοφία, αγαπημένοι φίλοι, συναντιούνται στο πάρκο για να αποχαιρετιστούν καθώς εκείνος ετοιμάζεται να φύγει για ταξίδι. Έχουν αρκετές ώρες μέχρι να φύγει το τρένο και τις περνούν συζητώντας για περισσότερο ή λιγότερο σοβαρά πράγματα, αστειεύονται, ρωτούν και απαντούν, αναπολούν, παίζουν, χαριεντίζονται κι απολαμβάνουν την παρέα τους. Συζητούν για τα απλά και καθημερινά και εν τέλει σημαντικά που συνθέτουν την ίδια τη ζωή, περνώντας τις ώρες τους ευχάριστα, ανάλαφρα και τρυφερά. Δεν συμβαίνει κάτι το συνταρακτικό, δεν υπάρχουν αποκαλύψεις και ανατροπές, παρόλα αυτά η ταινία βλέπεται με μια ανάσα, σαν να πίνεις διψασμένος ένα ποτήρι δροσερό νερό. Όμορφοι και ρεαλιστικοί διάλογοι σε μια ταινία γλυκιά σαν καραμέλα που λειτουργεί απελευθερωτικά, μια όμορφη κινηματογραφική νότα. Ωραία πλάνα, ωραία ασπρόμαυρη φωτογραφία, δύο θαυμάσιοι πρωταγωνιστές και μια ταινία που δεν πρόκειται να βαρεθείτε!
Οι εκλογές έγιναν και το συντριπτικό αποτέλεσμα υπέρ της ΝΔ δεν μπορεί να αμφισβητηθεί. Ένα από τα επιχειρήματα που χρησιμοποίησε ο κ. Μητσοτάκης στην προεκλογική του καμπάνια ήταν πως η κυβέρνησή του τήρησε το πρόγραμμά της και τα όσα είχε υποσχεθεί το 2019.
Σε συνέντευξή του μερικές μέρες πριν από τις εκλογές της 21ης Μαΐου, ο κ. Μητσοτάκης μιλώντας για τους πλειστηριασμούς πρώτης κατοικίας είπε πως ο νόμος Κατσέλη προστάτευσε χιλιάδες στρατηγικούς κακοπληρωτές οι οποίοι πρέπει να τιμωρηθούν! Γκάφα ή ειλικρίνεια; Ακόμη μια προεκλογική “υπόσχεση” που πρόκειται να υλοποιηθεί; Ό,τι και να συμβαίνει η ουσία είναι πως φάνηκαν οι προθέσεις του και ίσως το επόμενο διάστημα -αν δεν αλλάξει κάτι- να αντικρίσουμε και στη χώρα μας εικόνες όμοιες με εκείνες που εκτυλίχθηκαν στην Ισπανία όταν η κυβέρνηση είχε δώσει το πράσινο φως και χιλιάδες πολίτες βρέθηκαν στο δρόμο.
Συνολικά, τα τελευταία 10 χρόνια, έγιναν στην Ισπανία περίπου 400.000 εξώσεις πολιτών οι οποίοι αδυνατούσαν, λόγω της οικονομικής κρίσης και της ανεργίας, να εξυπηρετήσουν τα χρέη τους προς τις τράπεζες.
Αυτό είναι το θέμα της συγκλονιστικής ταινίας του Χουάν Ντιέγο Μπόκο «Στα άκρα» (En las margines). Μια ταινία βουτηγμένη στην πραγματικότητα, σκληρή όσο σκληρό είναι το να ξεσπιτώνεται μια οικογένεια αλλά και τρυφερή όταν τα θύματα νιώθουν πως δεν είναι μόνα, πως δεν αφήνονται έρμαια της αδηφαγίας των τραπεζών αλλά πως υπάρχει ένα ανθρώπινο δίχτυ αλληλεγγύης που στέκει στο πλευρό τους.
Ο λοχαγός Ιγκόρ Βόλκιν, μεταφραστής στον τομέα πληροφοριών ζητά να μεταφερθεί από το Βερολίνο στη Νυρεμβέργη επειδή εκεί χάθηκαν τα ίχνη του αδελφού του, Κόλκα, ο οποίος εξαφανίστηκε πριν από 4 χρόνια. Είναι Απρίλιος 1945 και προετοιμάζεται η δίκη των ναζιστών αξιωματούχων που έχουν συλληφθεί και κατηγορούνται για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας. Η πόλη, που βρίσκεται στο επίκεντρο της επικαιρότητας, έχει κατακλυστεί από δημοσιογράφους, μεταφραστές, δικηγόρους και μάρτυρες. Την ίδια ώρα όμως, μια ομάδα φανατικών ναζί οργανώνεται με σκοπό να απελευθερώσει τους φυλακισμένους. Ο Ιγκόρ χωρίς να το επιθυμεί θα βρεθεί μπροστά στη συνομωσία δεν του επιτρέπεται όμως να δράσει επειδή η περιοχή ανήκει στην αμερικανική διοίκηση και οι Σοβιετικοί βρίσκονται εκεί ως παρατηρητές. Η Έλζι, μικρή κόρη του δικηγόρου Κνούτε θα απαχθεί για να εκβιαστεί ο πατέρας της, μια ρωσίδα με μυστηριώδη ρόλο, η Λένα, προθυμοποιείται να βοηθήσει τον Ιγκόρ, ο στρατάρχης Πάουλους που κρατείται από τους Σοβιετικούς μεταφέρεται στην πόλη για να καταθέσει.
Η «Νυρεμβέργη» (Nyurnberg) του Νικολάι Λεμπέντεφ, βασισμένη σε πραγματικά γεγονότα, μας μεταφέρει στην κατεστραμμένη γερμανική πόλη σε μια εποχή που η ανθρωπότητα μόλις είχε βγει από τον εφιάλτη του ναζισμού και του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Με τη μορφή αστυνομικού θρίλερ και εμφανή επιρροή από το γερμανικό εξπρεσιονισμό, ο Λεμπέντεφ σκηνοθετεί με καταιγιστικό ρυθμό μια ταινία η οποία μας φέρνει σε επαφή με το παρασκήνιο της μεγάλη δίκης. Σκοτεινή και δαιδαλώδης, με ένταση και αγωνία, η «Νυρεμβέργη» είναι βασισμένη στο μυθιστόρημα του Αλεξάντερ Ζβιαγκίντσεφ «Η δίκη της Νυρεμβέργης», που κυκλοφόρησε το 2022 με το συγγραφέα να έχει μελετήσει επί χρόνια τα αρχεία της δίκης του αιώνα, όπως χαρακτηρίστηκε.
Δυνατή ταινία, με στιβαρή σκηνοθεσία και εντυπωσιακή δουλειά στα σκηνικά.