«ΦΤΕΡΑ ΚΑΙ ΠΟΥΠΟΥΛΑ»

Τομή στην αιγυπτιακή κοινωνία

του Στράτου Κερσανίδη

Ο Ομάρ Ελ Ζοχάιρι, πιάνει την κάμερα στο χέρι κι αρχίζει να τρυπάει βαθιά την κοινωνία και το πολιτικό σύστημα της πατρίδας του. Ο αιγύπτιος σκηνοθέτης, με την ταινία «Φτερά και πούπουλα», κέρδισε επάξια το Μεγάλο Βραβείο στην Εβδομάδα Κριτικής στο Φεστιβάλ των Καννών. Τι είναι όμως εκείνο που την κάνει να ξεχωρίζει;

Πρώτα απ’ όλα το γεγονός πως δεν έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε τέτοιες ταινίες από την Αίγυπτο. Μάλλον δεν πολυβλέπουμε ταινίες από τη χώρα αυτή και ιδίως ταινίες με τέτοια διεισδυτικότητα στο σώμα της αιγυπτιακής κοινωνίας. Αυτό από μόνο του έχει ιδιαίτερη αξία, καθώς όταν βλέπουμε μια ταινία και όταν την κρίνουμε θα πρέπει, κατά την ταπεινή μου γνώμη, να λαμβάνουμε υπόψη και τις συνθήκες -κοινωνικές, πολιτικές, οικονομικές- της χώρας από την οποία προέρχεται.

Επίσης κάτι άλλο που την κάνει να ξεχωρίζει είναι ο τρόπος που επέλεξε ο Ελ Ζοχάιρι, να μιλήσει για όλα αυτά. Δεν επέλεξε, λοιπόν, τον κλασικό τρόπο που γυρίζεται ένα κοινωνικό, πολιτικό φιλμ καταγγελίας. Αλλά «βούτηξε στα βαθιά» κι έπιασε ένα νήμα το οποίο ενώνει το παράλογο με το δραματικό και την αλληγορία με τη μαύρη κωμωδία. Τι μαύρη, δηλαδή, κατάμαυρη!

Συνέχεια

«ΑΔΕΛΑΪΔΑ»

(αναδημοσίευση από την ΕΠΟΧΗ, 24-25/9/2022)

Σκοτεινός έρωτας σε σκοτεινή εποχή

Η Μοραβία, ιστορική περιοχή της Τσεχίας, βρίσκεται στα ανατολικά της χώρας. Μέχρι το 1945, ζούσε εκεί μια αρκετά μεγάλη γερμανική μειονότητα, η οποία όμως εκδιώχθηκε μετά το τέλος του πολέμου.

Στην περιοχή αυτή, σε ένα χωριό κοντά στην πόλη Όλομουτς, τοποθετείται η δράση της ταινίας του  Φράντισεκ Βλάτσιλ, «Αδελαΐδα» (Adelheid), λίγο μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και λίγο πριν εκδιωχθεί από την περιοχή ο γερμανικός πληθυσμός. Για την ιστορία αξίζει να αναφέρουμε πως μετά από την απόφαση του προέδρου Μπένες για εθνολογική εκκαθάριση της Τσεχίας, μέσα σε 18 μήνες εκδιώχθηκαν περίπου 3 εκατομμύρια άνθρωποι. Ειδικά στη Βοημία και τη Μοραβία, όπου το 1930 το 30% του πληθυσμού ήταν Σουδήτες Γερμανοί, μετά το 1945, και σε διάστημα 3 ετών το ποσοστό αυτό μειώθηκε στο 1,8% του πληθυσμού!

Εκεί, λοιπόν, καταφθάνει ο έφεδρος υπολοχαγός Βίκτορ Τσοτόβισκι, με αποστολή να αναλάβει τη διαχείριση και την καταγραφή της περιουσίας, του Άλφρεντ Χάιντμαν, ενός ντόπιου Γερμανού, ο οποίος συνεργάστηκε με τους ναζί. Ο Χάιντμαν, έχει συλληφθεί και πρόκειται να εκτελεστεί, ενώ η κόρη του, η Αδελαΐδα, όπως και οι υπόλοιποι Γερμανοί κάτοικοι, κυρίως γυναίκες αφού οι άνδρες έχουν χαθεί στον πόλεμο, προσφέρουν υποχρεωτική εργασία στις αρχές. Μάλιστα όλοι αυτοί, για να ξεχωρίζουν, φορούν ένα λευκό περιβραχιόνιο!

Συνέχεια

Οι νέες ταινίες από 22/9/2022

Απευθείας από το Ρότερνταμ!

Έχοντας κάνει παγκόσμια πρεμιέρα στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Ρόντερντα, προβάλλεται από την Πέμπτη και στις ελληνικές αίθουσες η ταινία «Broadway», του Χρήστου Μασσαλά.

Ήρωες στην ταινία με την οποία κάνει ντεμπούτο ο σκηνοθέτης είναι μια συμμορία πορτοφολάδων οι οποίοι όμως είναι και καλλιτέχνες κι έτσι καταφέρνουν να ξεγελούν τα θύματά τους. Όντας χορευτές τα μέλη της συμμορίας, έχουν ως έδρα τους το κινηματογράφο Μπρόντγουεϊ και χρησιμοποιούν τα θεάματα που στήνει για να κάνουν τη «δουλειά» τους! Να όμως που κάτι φαίνεται να χαλάει στο τελευταίο τους κόλπο.

Συνέχεια

«BROADWAY»

Ο χορός των πορτοφολάδων

Η Νέλλη είναι χορεύτρια. Εργάζεται σε ένα κέντρο «μόνον για άνδρες», κάτι που δεν εγκρίνει η καταπιεστική -επίσης χορεύτρια- μητέρα της η οποία είχε άλλα σχέδια για την κόρη της. Στέλνει, λοιπόν, τους μπράβους της να αρπάξουν τη Νέλλη αλλά παρεμβαίνει ένας άγνωστος άνδρας, ο Μάρκος ο οποίος τη βοηθά να διαφύγει. Η κοπέλα τον ακολουθεί βλέποντας στο πρόσωπό του την ελευθερία. Ο Μάρκος την οδηγεί σε έναν παλιό κινηματογράφο, το Μπρόντγουεϊ, όπου ζει μαζί με άλλους τρεις άνδρες, τον παππού, τον Ρούντολφ και τον Μοχάμεντ… και με μία μαϊμού!

Η Νέλλη θα βρεθεί ξαφνικά σε έναν άλλον κόσμο ανάμεσα σε ανθρώπους οι οποίοι ζουν κλέβοντας! Το κόλπο είναι απλό. Στήνουν χορευτικές παραστάσεις στο δρόμο και ενώ ο κόσμος παρακολουθεί, οι υπόλοιποι περιφέρονται και σουφρώνουν πορτοφόλια, κινητά και ό,τι άλλο μπορούν.

Συνέχεια

“Η ΣΥΓΚΑΛΥΨΗ”

Εγκλήματα και διαπλοκή

Πως μπορεί να συγκαλυφθεί η εγκληματική δράση στην οποία πρωτοστατούν ανώτεροι (ή και ανώτατοι) κυβερνητικοί υπάλληλοι; Πως μπορεί να κατηγορηθούν άθρωποι, να εξοντωθούν φυσικά και το στίγμα να ακολουθεί την οικογένειά τους, μόνο και μόνο για να μην αποκαλυφθεί η εγκληματική δράση κάποιων υψηλά ισταμένων;
Δυστυχώς όταν κάποιος έχει δύναμη στα χέρια του και τη χρησιμοποιεί για δικό του ώφελος, δεν σταματάει μποστά σε τίποτα. Όταν και ο τελευταίος ηθικός φραγμός έχει καταρρεύσει ο άνθρωπος μπορεί να γίνει πολύ επικίνδυνος.


Αυτά μας λέει ο Μάρτιν Ζαντβλιέτ στην ταινία του “Η συγκάλυψη” (Marco effekten), η οποία είναι βασισμένη στο ομώνυμο μπεστ σέλερ του Γιούσι Άντλερ-Όλσεν. Κυριολεκτικά με κομμένη την ανάσα οι θεατές βυθίζονται στο μυστήριο και την ίντριγκα, από το πρώτο μέχρι το τελευταίο λεπτό.

Συνέχεια

«ΤΟ ΤΡΙΓΩΝΟ ΤΗΣ ΘΛΙΨΗΣ»

Η παιχνιώδης διάθεση του Ρούμπεν ‘Εστλουντ

Ένα κοινωνικό πείραμα μέσα σε ένα κινηματογραφικό εργαστήριο, όπου ο ερευνητής-σκηνοθέτης, απελευθερώνει κοινωνικά στερεότυπα, ταξικούς διαχωρισμούς, ερωτικές σχέσεις, πολιτικές θεωρίες, ψευδαισθήσεις και βεβαιότητες, το κλειδώνει καλά κι ύστερα αφήνει τα υλικά να αλληλοεπιδράσουν… κι ό,τι βρέξει ας κατεβάσει!

Αυτό ως μία πρώτη ματιά στην ταινία η οποία κέρδισε το Χρυσό Φοίνικα στις Κάννες, με μία παιχνιδιάρικη διάθεση όπως αυτή την οποία εκπέμπει «Το τρίγωνο της θλίψης», του Ρούμπεν Έστλουντ. Στην πραγματικότητα βέβαια, το τελικό αποτέλεσμα μόνον προϊόν τυχαιότητας δεν αποτελεί, αφού ο σκηνοθέτης έχει μελετήσει και έχει δομήσει πολύ καλά το υλικό του, πιάνοντας το θεατή από το χέρι και οδηγώντας τον αργά-αργά μπροστά σε έναν μεγάλο καθρέφτη όπου εκεί μέσα μπορεί να δει την αντανάκλαση του κόσμου του, στον οποίο περιλαμβάνεται και η δική του εικόνα.

Συνέχεια

ΓΙΑ ΤΗ ΣΧΟΛΗ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ ΣΤΗ ΔΡΑΜΑ

Έναρξη τον Φεβρουάριο;

Και ενώ το 45ο Διεθνές Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους της Δράμας ολοκληρώθηκε την περασμένη Κυριακή 11 Σεπτεμβρίου, εμείς επανερχόμαστε στο θέμα που είχαμε ανοίξει πριν από δύο εβδομάδες. Δηλαδή, στην ανακοίνωση ίδρυσης κινηματογραφικής σχολής στη Δράμα,  την οποία εξήγγειλε μετά βαΐων και κλάδων ο υφυπουργός Πολιτισμού και Αθλητισμού, αρμόδιος για θέματα Σύγχρονου Πολιτισμού, κ. Νικόλας Γιατρομανωλάκης. Σύμφωνα με την εξαγγελία, η οποία έγινε επίσημα στην τελετή έναρξης του Φεστιβάλ της Δράμας, η σχολή δημιουργείται σε συνεργασία με το Ελληνικό Ανοιχτό Πανεπιστήμιο (ΕΑΠ) και θα λειτουργήσει από το δεύτερο εξάμηνο του διδακτικού έτους 2022-2023, δηλαδή από τον ερχόμενο Φεβρουάριο. Ο χώρος λειτουργίας της σχολής θα είναι στο πρώην στρατόπεδο Ανδρικάκη.

Δεν ξέρω εάν υπάρχει κάποιο άλλο τμήμα ή κάποια άλλη σχολή του ΕΑΠ που να αρχίζει τα μαθήματα από το 2ο εξάμηνο. Εάν δεν υπάρχει, τότε όλα αυτά δείχνουν ανεξήγητη βιασύνη για να προλάβουν, δεν ξέρω τι!

Επίσης δεν μπορώ να καταλάβω για πιο λόγο επελέγη να λειτουργήσει η σχολή στο στρατόπεδο Ανδρικάκη αφού από τον Ιούνιο του 2018, επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, είχε προχωρήσει, γι’ αυτό το σκοπό,  η διαδικασία ανακατασκευής της Καπναποθήκης στην οδό Περδίκα (φωτογραφία) μετά την ένταξη του έργου σε ευρωπαϊκό πρόγραμμα. Και επί πλέον -κι αυτό θεωρώ πως είναι το πιο σημαντικό- η ιδέα για την Καπναποθήκη, η οποία ανήκει στο δήμο Δράμας, περιλαμβανόταν στο σχεδιασμό που είχε καταθέσει ο αείμνηστος, Αντώνης Παπαδόπουλος, καλλιτεχνικός διευθυντής του φεστιβάλ. Η δε παραχώρηση της Καπναποθήκης στο φεστιβάλ, ήταν ένα πάγιο αίτημα εδώ και μια δεκαετία τουλάχιστον. Αφήστε δε, που όπως διαβάζω σε ρεπορτάζ της Εύας Κουσιοπούλου, που δημοσιεύτηκε στις 9/9 στην ιστοσελίδα της ΕΡΤnews, «το πρώην στρατόπεδο πρόκειται να παραχωρηθεί στον Δήμο Δράμας από την ΕΤΑΔ (…)», ώστε να στεγάσει τις ανάγκες της σχολής. Δηλαδή, το πρώην στρατόπεδο, ακόμη δεν έχει παραχωρηθεί, ενώ η Καπναποθήκη ανήκει ήδη στο δήμο!

Συνέχεια

«Η ΚΟΡΗ»

Πουθενά χωρίς την κόρη μου

Η επιθυμία για την απόκτηση ενός παιδιού, μπορεί σε κάποιες περιπτώσεις να μετατραπεί σε εμμονή με απρόβλεπτα αποτελέσματα. Και υπάρχουν, δυστυχώς, περιπτώσεις, που αυτή η εμμονή, αποτέλεσμα έντονης κοινωνικής πίεσης και αυθυποβολής σχετικά με τη μητρότητα, οδηγεί τους ανθρώπους σε επιλογές οι οποίες κινούνται στα όρια της νομιμόμητας.

Ο Χαβιέ, είναι ένας άνδρας ο οποίος εργάζεται, ως εκπαιδευτής σε ένα κέντρο κράησης ανηλίκων με παραβατική συμπεριφορά. Η Ιρένε είναι μια 15χρονη κοπέλα η οποία το σκάει από το κέντρο. Την βλέπουμε να περπατά σε μια ερημική τοποθεσία και λίγο αργότερα να μπαίνει μέσα σε ένα αυτοκίνητο που την περιμένει. Το αυτοκίνητο, το οποίο οδηγεί ο Χαβιέ, κατευθύνεται σε ένα απομακρυσμένο σπίτι. Το σπίτι ανήκει σε αυτόν και τη σύζυγό του, Αδέλα. Εκεί αποβιβάζεται η Ιρένε, την οποία το ζευγάρι δέχεται με θερμό τρόπο και η κοπέλα φαίνεται να τον απολαμβάνει. Καθώς προχωρά η αφήγηση, μαθαίνουμε πως η Ιρένε είναι έγκυος και ο Χάβι με την Αδέλα, εμπλέκονται στη δραπέτευσή της. Με σκοπό το κορίτσι να γεννήσει εκεί και το άτεκνο ζευγάρι να κρατήσει το παιδί, έναντι σημαντικής αμοιβής. Όταν όμως εμφανίζεται ο Οσμάν, ο νεαρός πατέρας του παιδιού, που μόλις έχει αποφυλακιστεί, η Ιρένε αλλάζει γνώμη. Από το σημείο αυτό και μετά, η κατάσταση αρχίζει να ξεφεύγει, ο Χαβιέ και η Αδέλα θεωρούν τον Οσμάν ως απειλή στο σχέδιό τους και  φυλακίζουν σε ένα δωμάτιο την Ιρένε. Εκείνη όμως, ιδίως μετά τη γέννηση της κόρης της, είναι αποφασισμένη να φύγει μαζί της.

Συνέχεια

Au revoir, Jean-Luc

(από την ΕΠΟΧΗ, 17-18/9/2022)

Σε ηλικία 91 ετών πέθανε την περασμένη Τρίτη ο Ζαν Λικ Γκοντάρ, ο σκηνοθέτης ο οποίος σημάδεψε με το έργο του τον παγκόσμιο κινηματογράφο. Και είναι τόσο βαθύ το αποτύπωμα που άφησε, ώστε από το 1960 που προβλήθηκε η πρώτη του ταινία «Με κομμένη την ανάσα», κάποιοι θεωρητικοί και ιστορικοί του σινεμά να μιλούν για  σινεμά πριν και μετά τον Γκοντάρ. Πρωτοπόρος στην τέχνη του βάδισε επάνω στην αμφισβήτηση της μέχρι εκείνη τη στιγμή πορείας του γαλλικού κινηματογράφου και θέλησε να τον αλλάξει. Ριζοσπαστικοποίησε την οπτική και την αισθητική των ταινιών του, φέρνοντας μια αληθινή επανάσταση, στον κινηματογράφο, αλλάζοντας μέχρι και το τρόπο θέασής του, κάνοντας τους θεατές συμμέτοχους στα όσα συνέβαιναν επί της οθόνης, βάζοντάς τους στη διαδικασία αποκωδικοποίησής των εικόνων. Όπως έλεγε και ο ίδιος, «φυσικά και πιστεύω ότι κάθε ταινία πρέπει να έχει αρχή, μέση, και τέλος αλλά όχι απαραίτητα με αυτή τη σειρά», δίνοντας με τον τρόπο αυτό το στίγμα της διαφοροποίησης από την μέχρι εκείνη τη στιγμή συμβατική αφήγηση.

Ο επονομαζόμενος και “πάπας της νουβέλ βαγκ”, δηλαδή του “νέου κύματος” στο γαλλικό κινηματογράφο, ο Γκοντάρ δεν ήταν μόνος. Είχε μαζί του, τους συναδέλφους του κριτικούς στα  Καγιέ ντε Σινεμά (Κινηματογραφικά Τετράδια), Φρανσουά Τριφό, Ερίκ Ρομέρ, Ζακ Ριβέτ και Κλοντ Σαμπρόλ αλλά και άλλους κινηματογραφιστές όπως η Ανιές Βαρντά, ο Αλέν Ρενέ, ο Ζακ Ντεμί, ο Κρις Μαρκέρ, ο Ανρί Κολπί, ο Ζαν Πιέρ Μελβίλ, ο Λουί Μαλ. Η ομάδα αυτών των καλλιτεχνών, με πρωτοπόρο τον Γκοντάρ ο οποίος έμεινε πιστός στο νέο κύμα μέχρι τέλους, ήταν ιδιαίτερα επιδραστική και άσκησε μεγάλη επιρροή στον παγκόσμιο κινηματογράφο.

Συνέχεια

«ΟΛΑ ΠΗΓΑΝ ΚΑΛΑ»

(από την ΕΠΟΧΗ, 10-11/9/2022)

Η τρυφερότητα του θανάτου

Ο Αντρέ Μπερνχάιμ, γνωστός γάλλος συλλέκτης έργων τέχνης και ένας πολύ δυναμικός άνθρωπος, στα 85 του χρόνια και μετά από ένα εγκεφαλικό μπαίνει στο νοσοκομείο. Όταν περνά ο κίνδυνος και ο ηλικιωμένος άνδρας διαπιστώνει πως από εδώ και στο εξής η ζωή του θα εξαρτάται από τους άλλους, αποφασίζει πως προτιμά το θάνατο από μια τέτοια ζωή. Και ενώ οι κόρες του, Εμανουέλ και Πασκάλ, τον επισκέπτονται τακτικά, κάποια στιγμή, θα ζητήσει από την Εμανουέλ, να τον βοηθήσει να πεθάνει. Εκείνη θα μιλήσει στην αδελφή της και τη μητέρα της, τη γλύπτρια Κλοντ, η οποία δεν τα πάει και πολύ καλά με το σύζυγό της, αλλά ο τελευταίος επιμένει στην απόφασή του. Τελικά οι κόρες του πείθονται και έτσι η Εμανουέλ αναλαμβάνει να βρει τρόπο να ικανοποιήσει την επιθυμία του πατέρα της. Έτσι θα απευθυνθεί σε μία κλινική στην Ελβετία η οποία αναλαμβάνει υποθέσεις ευθανασίας, κάτι που είναι παράνομο στη Γαλλία. Εν τω μεταξύ και ενώ ο Αντρέ, εν όψει του επικείμενου εκούσιου θανάτου του φαίνεται να έχει ανακτήσει το κέφι του, ένας περίεργος άνδρας, ο Ζεράρ, εμφανίζεται στο νοσοκομείο και ζητά να τον δει. Ένας άνδρας στο πρόσωπο του οποίου κρύβεται το μεγάλο μυστικό του άρρωστου συλλέκτη.

Ο Φρανσουά Οζόν, ο εξαιρετικός αυτός σκηνοθέτης, μεταφέρει στον κινηματογράφο το ομότιτλο αυτοβιογραφικό βιβλίο της συγγραφέα και σεναριογράφου -με την οποία έχει συνεργαστεί επανειλημμένα- Εμανουέλ Μπερνχάιμ (1955-2017), «Όλα πήγαν καλά» (Tout s’est Bien passe).

Ο Οζόν διαχειρίζεται ένα δύσκολο θέμα αλλά δε διστάζει να το πάει μέχρι το τέλος και μάλιστα τα καταφέρνει περίφημα. Το «τρομερό παιδί», όπως τον έχουν αποκαλέσει, του γαλλικού σινεμά, με ιδιαίτερα σφιχτή σκηνοθεσία «τεμαχίζει» τους χαρακτήρες του και τις καταστάσεις, δημιουργεί συναισθήματα, συγκινεί αλλά και συχνά μας κάνει να χαμογελάσουμε απομυθοποιώντας το φόβο του θανάτου, ο οποίος από τρομακτικό τέλος, παρουσιάζεται ως μία τρυφερή και λυτρωτική διαδικασία. Αυτό δεν σημαίνει πως αστειεύεται με το θάνατο, αλλά αντίθετα, του προσδίδει μια άλλη διάσταση. Παράλληλα συμβάλλει και στην προώθηση του δικαιώματος στην ευθανασία παίρνονται ξεκάθαρη θέση σε ένα ευαίσθητο θέμα το οποίο ήδη έχει αρχίσει να απασχολεί τη δικαιοσύνη πολλών ευρωπαϊκών χωρών. Παράλληλα με διακριτικότητα και ευγένεια, ο Οζόν μιλά και το δικαίωμα στην ερωτική επιλογή και το τίμημα που αναγκάζονται να πληρώσουν οι άνθρωποι ακόμη και στις λεγόμενες ανεκτικές δυτικές κοινωνίες.

Ο Αντρέ Ντιζολιέ, είναι συγκλονιστικός στο ρόλο του Αντρέ τον οποίο συναγωνίζεται με επιτυχία η Σοφί Μαρσό στο ρόλο της Εμανουέλ. Επίσης καταλυτικές είναι οι ερμηνείες της Σαρλότ Ράμπλινγκ, στο ρόλο της Κλοντ και της Χάνα Σιγκούλα στο ρόλο της Ελβετίδας η οποία εκπροσωπεί την κλινική ευθανασίας.

Στράτος Κερσανίδης