«ΜΑΛΙΣΤΑ, ΣΕΦ!»

(από την ΕΠΟΧΗ 28/4/2023)

Καλή όρεξη!

Η Κατί δουλεύει ως βοηθός σεφ σε ένα τηλεοπτικό σόου μαγειρικής. Το όνειρό της είναι να ανοίξει δικό της εστιατόριο αλλά όλα θα αλλάξουν όταν τσακωθεί με την παρουσιάστρια, τα βροντήξει και φύγει. Οι προσπάθειά της για αναζήτηση εργασίας δεν θα ευοδωθούν μέχρι ότου μια αγγελία θα την οδηγήσει σε ένα «γραφικό εστιατόριο» που ζητά σεφ. Μόνο που δεν πρόκειται για εστιατόριο αλλά για την κουζίνα μια δομής φιλοξενίας ασυνόδευτων ανηλίκων μεταναστών! Και ενώ ετοιμάζεται να φύγει η φίλη της και φιλόδοξη ηθοποιός Φατού, την πείθει να δεχτεί τη δουλειά. Έτσι η Κατί ξεκινά με πολλές δυσκολίες και θεωρώντας πως η δουλειά που βρήκε δεν είναι αντάξια των ικανοτήτων της. Σιγά-σιγά όμως αρχίζει να έρχεται σε επαφή με έναν διαφορετικό κόσμο, με τις ανάγκες των μικρών μεταναστών που προσπαθούν να πάρουν άδεια παραμονής στη Γαλλία και νέοι ορίζοντες θα ανοιχτούν μπροστά της.

Η ταινία «Μάλιστα, σεφ!» (La brigade) του Λουί Ζιλιέν Πετίτ είναι μια ευχάριστη γαλλική κομεντί η οποία προσεγγίζει το μεταναστευτικό από μια διαφορετική σκοπιά. Μάλιστα ο σκηνοθέτης ασκεί κριτική στην σκληρή πολλές φορές, μεταναστευτική πολιτική της Γαλλίας. Χαρακτηριστικά βλέπουμε τον διευθυντή της δομής να προσπαθεί να ξεπεράσει τη γραφειοκρατία προκειμένου να βοηθήσει τους νεαρούς μετανάστες να πάρουν νόμιμα χαρτιά.

Συνέχεια

«ΕΥΛΟΓΙΑ»

(από την ΕΠΟΧΗ 28/4/2023)

Έρωτας που δεν τολμά να πει το όνομά του

Ο άγγλος ποιητής Σίγκφριντ Σασούν (1886-1967) βρέθηκε στη δίνη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, βρέθηκε στα χαρακώματα και έχοντας βιώσει την φρίκη καταδίκασε τον πόλεμο και έγινε ένας από τους μεγαλύτερους επικριτές του. Έτσι, μετά από μία άδεια αρνήθηκε να επιστρέψει στις μάχες ενώ τα ποιήματά του είχαν έντονο αντιπολεμικό χαρακτήρα. Οι στίχοι του απογυμνωμένοι από κάθε στοιχείο πατριωτικού ηρωισμού και θριαμβολογίας ήταν σκληροί και θανατεροί. Με τη στάση του αυτή ρισκάρισε να περάσει στρατοδικείο αλλά ένα φίλος του, με διασυνδέσεις φρόντισε ώστε να μεταφερθεί σε ένα ίδρυμα για «θεραπεία».

Η ζωή του Σασούν αποτελεί το θέμα της ταινίας «Ευλογία» (Benediction) του Τέρενς Ντέιβις ο οποίος χτίζει το πορτρέτο μιας σύνθετης προσωπικότητας, ενός ποιητή που λάτρεψαν οι λογοτεχνικοί κύκλου στην Αγγλία. Παράλληλα όμως άρχισε να δημιουργεί σχέσεις με διάφορους άνδρες σε μια προσπάθεια να συμβιβαστεί με την ομοφυλοφιλία του και να ζήσει με τον «έρωτα που δεν τολμά να πει το όνομά του». Τελικά αναγκάστηκε να συμβιβαστεί, παντρεύτηκε, έγινε πατέρας του αλλά, όπως ήταν φυσικό, ο γάμος του κατέρρευσε.   

Συνέχεια

«ΛΟΥΝΑΝΑ: ΕΝΑ ΓΙΑΚ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΤΑΞΗ»

(από την ΕΠΟΧΗ 28/4/2023)

Πως μετριέται η ευτυχία;  

Ο όρος Ακαθάριστη Εθνική Ευτυχία εισήχθη το 1972 από τον 4ο βασιλιά του Μπουτάν, Γίγκμε Σίνγκγιε Βαντσούκ, σε αντιδιαστολή με το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν, σε μια προσπάθεια να δείξει πως εκτός από τους εθνικούς οικονομικούς δείκτες, απαιτείται και η ισότιμη μέριμνα σε μη οικονομικές συνιστάμενες της καθημερινή ζωής και της ευημερίας. Κι αυτές είναι η ψυχολογική ευημερία, η υγεία, η εκπαίδευση, η αξιοποίηση του χρόνου, η πολιτισμική διαφοροποίηση και αποδοχή, η χρηστή διακυβέρνηση, η ποικιλία και η προστασία των οικοσυστημάτων, η κινητικότητα στην κοινωνία και η ποιότητα ζωής. Αυτά στη μακρινή χώρα των Ιμαλαΐων με έκταση 38.400 τ.χ. περίπου και πληθυσμό 780.000 κατοίκων.

LUNANA: A YAK IN THE CLASSROOM, 2019. © Samuel Goldwyn Films / Courtesy Everett Collection

Ο 39χρονος Πάου Τσόινινγκ Ντόρχι με την ταινία του «Λουνάνα, ένα γιακ μέσα στην τάξη» (Lunana: A yak in the classroom), υποψήφια για Όσκαρ Ξένης Ταινίας στα 94α Όσκαρ, μας φέρνει σε επαφή με μια ελάχιστα γνωστή χώρα και με τον πολιτισμό της.

Συνέχεια

«ΠΕΡΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΤΟΙΧΟ»

(από την ΕΠΟΧΗ 22-23/4/2023)

Κλειστοφοβικός εφιάλτης

Ένας άνδρας κλεισμένος πίσω από τους τοίχους. Ένας άνδρας βυθισμένος στο σκοτάδι καθώς έχει χάσει το μεγαλύτερο ποσοστό της όρασής του. Ένας άνδρας απελπισμένος που αποπειράται να αυτοκτονήσει. Αυτός είναι ο Αλί, ο ήρωας του Βαχίντ Τζαλιλβάντ στην ταινία «Πέρα από τον τοίχο» (Shab, dakheli, divar) τον οποίο βλέπουμε στην αρχή να προσπαθεί να θέσει τέρμα στη ζωή του.

Δεν θα τα καταφέρει και σε λίγο θα χτυπήσει η πόρτα του και ο θυρωρός θα τον ενημερώσει πως μια γυναίκα δραπέτευσε και κρύφτηκε κάπου στο κτίριο. Σε λίγο ο τυφλός άνδρας θα διαπιστώσει πως η γυναίκα που ψάχνει η αστυνομία, η Λειλά, έχει κρυφτεί στο διαμέρισμά του. Αποφασίζει να μην την παραδώσει και μαθαίνει σε μια διαδήλωση που δέχτηκε τη βίαιη επίθεση της αστυνομίας, η Λειλά συνελήφθη και μέσα στον πανικό έχασε τον 4χρονο γιο της. Σιγά-σιγά και ενώ το κτίριο πολιορκείται από την αστυνομία ξετυλίγεται τα γεγονότα που έχουν προηγηθεί ενώ ο Αλί έχει αποφασίσει να βοηθήσει τη γυναίκα με κάθε τρόπο.

Συνέχεια

«SAINT OMER»

(από την ΕΠΟΧΗ 22-23/4/2023)

Πέρα από το προφανές

Ο κινηματογράφο είναι η τέχνη της αφήγησης που όμως, χάρις στις ιδιαιτερότητές και τις δυνατότητές του μπορεί να υπονοήσει πράγματα πέρα από το προφανές της βασικής μυθοπλασίας. Να λειτουργήσει, δηλαδή, και ένα δεύτερο ή και τρίτο επίπεδο. Αυτό επιχειρεί η Αλίς Ντιόπ με το «Saint Omer» μια ταινία η οποία άντλησε την έμπνευσή της από την αληθινή ιστορία της δολοφονίας ενός βρέφους από τη σεναγαλέζικης καταγωγής μητέρα του.

Η Ραμά μια νεαρή γαλλοσενεγαλέζα συγγραφέας και καθηγήτρια φιλοσοφίας αποφασίζει να παρακολουθήσει τη δίκη μια άλλης γαλλοσενεγαλέζας, της Λορένς Κολί, η οποία κατηγορείται πως εγκατέλειψε το παιδί της στην παραλία και πνίγηκε από την παλίρροια.

Συνέχεια

«ΣΠΑΣΜΕΝΟΣ ΗΧΟΣ»

(από την ΕΠΟΧΗ 22-23/4/2023)

Ο θάνατος και η ανάσταση του μπουζουκιού

Όλοι μιλούν για το τέλος του μπουζουκιού, για την απαξίωση του, για την επιθυμία τους να γλυτώσουν από την παρουσία του ώστε να επικρατήσει εκείνο το άχρωμο κι άοσμο, το κάτι σαν μουσική! Έτσι ξεκινά το ντοκιμαντέρ του Φοίβου Κοντογιάννη «Σπασμένος ήχος», με λόγια γεμάτα απαισιοδοξία διάφορων γνωστών βιρτουόζων του οργάνου. Για την καταναλωτική κοινωνία που λειτουργεί εις βάρος του τραγουδιού μιλά ο μέγας Βασίλης Τσιτσάνης και για την ψυχή που χρειάζεται το όργανο και όχι τα εκατομμύρια μιλά έτερος μεγάλος, ο Γιώργος Ζαμπέτας, ερχόμενοι να επιβεβαιώσουν τα όσα υποστηρίζουν οι σύγχρονοι οργανοπαίχτες.

Κι ύστερα ο σκηνοθέτης απλώνει την κουβέντα, μαθαίνουμε για τις διάφορες εκδοχές καταγωγής του μπουζουκιού αν δηλαδή προέρχεται από την αρχαία πανδούρα, ή τον ταμπουρά και τη σχέση του με το σάζι και το μαντολίνο. Μαθαίνουμε πολλά αλλά αυτό το οποίο εόναι το πιο σημαντικό είναι πως όλοι συμφωνούν σε ένα πράγμα: πως για να παίξεις μπουζούκι πρώτα απ’ όλα χρειάζεται η ψυχή και το βίωμα. Η τεχνική και η αρμονία έπονται. Προς το φινάλε αρχίζει και αποκαθίσταται η ισορροπία καθώς οι συμμετέχοντας βλέπουν το μέλλον με αισιοδοξία., Κι αυτό επειδή, όπως λένε, υπάρχουν πολλά νέα παιδιά που αγαπούν και σέβονται το όργανο και πως το μπουζούκι, τελικά, έχει μέλλον. Κι όλα αυτά με όμορφα μουσικά περάσματα και με ταξίμια σε μια ταινία πολύ προσεγμένη, με ρυθμό, πλήθος πληροφοριών και εξαιρετικούς «ηθοποιούς».

Στράτος Κερσανίδης

«ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΤΑΓΚΟ ΣΤΟ ΠΑΡΙΣΙ»

Έρωτας καταφύγιο

Η επαναπροβολή παλαιότερων ταινιών μας δίνει τη ευκαιρία να επανεκτιμήσουμε έργα και σκηνοθέτες μέσα από τη ματιά του σήμερα καθώς πολλά πράγματα έχουν αλλάξει τόσο όσον αφορά την οπτική του σινεμά όσο και τις κοινωνικές συνθήκες. Τι ήταν μοντέρνο τότε και τι σήμερα, τι ήταν τολμηρό τότε και τι σήμερα κ.λπ.

«Το τελευταίο ταγκό στο Παρίσι» (Last tango in Paris) που γύρισε το 1972 -δηλαδή πριν από μισό αιώνα- ο Μπερνάντο Μπερτολούτσι, είναι μια τέτοια ταινία που όταν προβλήθηκε θεωρήθηκε ιδιαίτερα τολμηρή και μάλιστα, σε αρκετές περιπτώσεις η λογοκρισία «έκοψε» την πολυσυζητημένη σκηνή όπου ο Πολ χρησιμοποιεί ένα κομμάτι βούτυρο ως λιπαντικό για να σοδομίσει τη Ζαν. Σκηνή που σοκάρει με το ρεαλισμό της αν και δεν περιέχει καθόλου γυμνό.

Ας δούμε όμως ποιος είναι ο Πολ και ποια είναι η Ζαν. Εκείνος είναι ένας 45χρονος Αμερικανός που περιφέρεται στο Παρίσι κουβαλώντας τη θλίψη του. Αργότερα μαθαίνουμε πως αιτία είναι ο θάνατος της γυναίκας του η οποία αυτοκτόνησε. Εκείνη είναι μια 20χρονη Γαλλίδα που ψάχνει να νοικιάσει ένα σπίτι αφού ετοιμάζεται να παντρευτεί το νεαρό κινηματογραφιστή Τομ που γυρίζει μια ταινία με την καθημερινότητα της αγαπημένης του. Η Ζαν θα συναντήσει τον Πολ μέσα σε ένα διαμέρισμα που πήγε να δει και από εκείνη τη στιγμή θα ξεκινήσει μια παθιασμένη σεξουαλική σχέση ανάμεσά τους. Μια σχέση μεταξύ δύο αγνώστων χωρίς ονόματα και χωρίς αναφορές στο παρελθόν. Σχέση ακραίας σεξουαλικότητας την οποία επιβάλλει ο Πολ σε μια προσπάθεια να ξεφύγει από το δράμα που βιώνει. Η Ζαν ακολουθεί σαν υπνωτισμένη τα όσα εκείνος επιβάλλει στη σχέση και φαίνεται να το χαίρεται αποζητώντας ταυτόχρονα μια βαθύτερη συναισθηματική προσέγγιση.

Συνέχεια

«ΡΕΜΠΕΤΙΚΟ»

Τραγούδι και ιστορία

Η εμβληματική ταινία του Κώστα Φέρρη «Ρεμπέτικο» που ο σκηνοθέτης γύρισε το 1983, αποτελεί μία από τις πιο σημαντικές ταινίες του ελληνικού αλλά και του ευρωπαϊκού σινεμά. Μάλιστα κέρδισε την Αργυρή Άρκτο στο Φεστιβάλ του Βερολίνου αλλά και το βραβείο Καλύτερης Ταινίας στο Φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης.

Η υπόθεση ξετυλίγεται γύρω από τη ζωή μιας λαϊκής τραγουδίστριας, της Μαρίκας, που γεννήθηκε το 1919 στη Σμύρνη. Το 1922, μετά την καταστροφή, μετακομίζει στην Αθήνα μαζί με τους γονείς της, την Αντριάνα και τον Παναγή ο οποίος είναι ρεμπέτης τραγουδιστής. Μετά από πολλά χρόνια και αφού έχουν συμβεί πολλά και διάφορα, βρίσκουμε τη Μαρίκα να τραγουδά στο ρεμπετάδικο του Θωμά μαζί με τον αστέρα του μπουζουκιού Μπάμπη και το φίλο της βιολιτζή Γιωργάκη. Και μέσα στις δραματικές εποχές που ζει η χώρα τις δεκαετίες 1940-1950, εκείνη καθιερώνεται ως μεγάλη ερμηνεύτρια του ρεμπέτικου. Η ταινία θα τελειώσει με τον τραγικό θάνατο της Μαρίκας. Να σημειώσουμε εδώ πως το σενάριο της ταινίας είναι εμπνευσμένο από τη ζωή της μεγάλης Μαρίκας Νίνου (1922-1957).

Νομίζω πως ό,τι και να πω δύσκολα θα περιγράψει τη δύναμη των εικόνων που «στήνει» ο Φέρρης. Οι πολυδιάστατοι χαρακτήρες περιτρέχουν τα ιστορικά γεγονότα που σημάδεψαν τη χώρα και τους ανθρώπους που κατοικούσαν σε αυτό το χώρο. Και οπωσδήποτε αυτά τα γεγονότα σημαδεύουν και τους ίδιους. Μεσοπόλεμος, μεταξική δικτατορία, πόλεμος, κατοχή, απελευθέρωση, εμφύλιος, εποχές σκληρές, αιματοβαμμένες. Και μέσα όλα αυτά το ρεμπέτικο τραγούδι ως στοιχείο της πολιτιστικής μας κληρονομιάς σε παράλληλη πορεία με την ιστορία.

Συνέχεια

«PEPPERMINT»

Τα καλύτερά τους χρόνια

Όταν ξαναβλέπεις μια ταινία μετά από24 χρόνια και η εντύπωση που σου προκαλεί είναι η ίδια -αν όχι καλύτερη- από την πρώτη φορά, τότε μάλλον κάτι καλό έχει κάνει ο σκηνοθέτης.

Αναφέρομαι στο «Peppermint» που γύρισε ο Κώστας Καπάκας το 1999 και ξαναβλέποντάς το πριν από μερικές ώρες στην τηλεόραση ένιωσα πολλαπλά συναισθήματα ανάμεικτα με αυθόρμητο γέλιο και αβίαστη συγκίνηση. Φαίνεται πως ο Καπάκος έχει χρησιμοποιήσει με επιτυχία όλα εκείνα τα υλικά που χρησιμοποιεί το καλό λαϊκό σινεμά για να πάρει από το χέρι το θεατή και να τον οδηγήσει στους δρόμους της κινηματογραφικής απόλαυσης.

Ο σκηνοθέτης επιχειρεί μια νοσταλγική ματιά στα περασμένα, μέσα από τα μάτια του ήρωά του, του Στέφανου, ο οποίος στα 45 του χρόνια πια -όσα κι ο Καπάκας όταν γύρισε την ταινία- επιστρέφει με αφορμή το πάρτι γενεθλίων ενός παλιού του φίλου. Πλησιάζοντας με το αυτοκίνητό του ανακαλεί διαρκώς μνήμες στις οποίες βλέπει τους γονείς του, τους θείους του και την πρώτη του ξαδέλφη τη Μαρίνα, που τους ένωνε ένας μυστικός, απαγορευμένος έρωτας. Θυμάται επίσης το όνειρό του να γίνει μηχανικός αεροσκαφών -κάτι που τον έφερε σε αντίθεση με τον πατέρα του- επηρεασμένος από τη γριά θεία Βενετία, που έχασε τον άντρα της μερικές μέρες μετά το γάμο, που ήταν πιλότος.

Συνέχεια

«Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΕΜΠΟΡΑΚΟΥ»

Η μεγάλη χίμαιρα

Είχαν περάσει 20 χρόνια από την Μεγάλη Οικονομική Ύφεση του 1929, όταν ο Άρθουρ Μίλερ έγραψε το κορυφαίο για πολλούς θεατρικό του έργο «Ο θάνατος του εμποράκου».

Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος είχε τελειώσει και οι ΗΠΑ βρισκόταν στην πλευρά των νικητών ενώ μια νέα εποχή ευμάρειας είχε ξεκινήσει στη χώρα. Η εποχή αυτή όμως συνοδεύτηκε από την μέχρι υστερίας άνοδο του αντικομουνισμού με αποκορύφωμα τον μακαρθισμό και το κυνήγι μαγισσών εκ μέρους της διαβόητης επιτροπής αντιαμερικανικών ενεργειών που είχε συστήσει ο γερουσιαστής Μακάρθι.

Θύμα της αντικομουνιστής υστερίας είχε πέσει κι ο ίδιος ο Άρθουρ Μίλερ ο οποίος καταδικάστηκε επειδή αρνήθηκε να καταδώσει κομμουνιστές συναδέλφους του. Αν και εμφορούμενος από μαρξιστικές ιδέες και διατηρών φιλικές σχέσεις με αρκετούς ομοϊδεάτες του και μέλη του Κομμουνιστικού Κόμματος των ΗΠΑ, ο Μίλερ αρνήθηκε πως ήταν μέλος του κόμματος. Μέσα, λοιπόν, σε αυτό το περιβάλλον έγραψε το «Θάνατο του εμποράκου» έργο που η δράση του εκτυλίσσεται λίγα χρόνια πριν από το οικονομικό κραχ του 1929 σε μια εποχή που  το αμερικάνικο όνειρο ήταν κάτι σαν το μυθικό Ελντοράντο για εκατομμύρια ανθρώπους. Ήταν η εποχή που οι άνθρωποι πίστευαν πως μπορούν να πετύχουν τα πάντα αρκεί να έχουν στόχους και όνειρα και να εργάζονται σκληρά για να τα πετύχουν. Ήταν το μεγάλο καπιταλιστικό όνειρο για μια κοινωνία που δίνει ευκαιρίες σε όλους αρκεί να ξέρουν πως να τις εκμεταλλευτούν.

Ο Άρθουρ Μίλερ μέσα από την ιστορία του Γουίλι Λόμαν και της οικογένειά του υπονομεύει και  κονιορτοποιεί το παραμύθι του αμερικάνικου ονείρου, την αυταπάτη του ελεύθερου και, δήθεν υγιούς, ανταγωνισμού αναδεικνύοντας την απατηλότητα του ονείρου.

Ο Γουίλι Λόμαν είναι ένας άνδρας κοντά στα 65 που όλη του η ζωή ήταν προσανατολισμένη στο κυνήγι του ονείρου. Που κατάφερε μέχρι και τον εαυτό του να πείσει πως είχε αγγίξει την επιτυχία, που η δουλειά του ήταν η ζωή του. Μάλιστα βρίσκεται σε κόντρα με τον έναν από τους γιους του, τον Μπιφ, επειδή δεν θέλει να ακολουθήσει την καριέρα του πατέρα του. Τι όμως στ’ αλήθεια έχει πετύχει ο Γουίλι μετά από 36 χρόνια εργασίας ως πωλητής στην ίδια εταιρία; Την απόλυτη απαξίωση με αποκορύφωμα τη μείωση του μισθού και την απόλυσή του. Με λίγα λόγια ο εμποράκος πετάχτηκε στα αζήτητα σαν στυμμένη λεμονόκουπα. Γιατί εν τέλει αυτός είναι ο καπιταλισμός, αυτό είναι το αμερικάνικο όνειρο. Το ανελέητο κυνήγι της επιτυχίας, σκληρός ανταγωνισμός μεταξύ των ανθρώπων, μια πραγματική ζούγκλα όπου κυριαρχεί το «ο θάνατός σου η ζωή μου», όπως είδαμε και στο «Τσεκούρι» του Κώστα Γαβρά.

Συνέχεια